γλιστράδα
Смотреть что такое "γλιστράδα" в других словарях:
γλιστράδα — η βλ. γλιστεράδα … Dictionary of Greek
γλιστεράδα — και γλιστράδα, η το να είναι κάτι γλιστερό, η ολισθηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. γλιστεράδα < γλιστερός ο τ. γλιστράδα < γλιστεράδα με συγκοπή τού άτονου ε ] … Dictionary of Greek